- παραπέφυκε
- παραπέφῡκε , παραφύομαιperf imperat act 2nd sgπαραπέφῡκε , παραφύομαιperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραφύω — ΜΑ μέσ. 1. φυτρώνω ή είμαι φυτεμένος κοντά, παραπλεύρως 2. βγάζω παραφυάδες, βλαστάνω στα πλάγια αρχ. 1. κάνω κάτι να φυτρώσει, να βλαστήσει, να βγάλει παραφυάδες 2. μτφ. γεννιέμαι, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι δίπλα σε κάτι άλλο («ἑγγὺς ἀγαθοῡ… … Dictionary of Greek